Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ – ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΤΟ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΖΩΗΣ
Ἐντὸς τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας διαχρονικῶς συντελεῖται ἕνα μέγιστο καὶ ἀενάως ἐπαναλαμβανόμενο θαῦμα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀδιάκοπος παρουσία Ἁγίων, αὐτῶν δηλαδὴ ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ διήνυσαν μετὰ πίστεως, πόνου, ἐμποδίων, μαρτυρίου καὶ μαρτυρίας τὴν μακρυτέραν ὁδόν, τὴν καταλήγουσαν ἐκ τῆς γῆς εἰς τὸν οὐρανόν· αὐτῶν τῶν θεοειδῶν ὑπάρξεων, ποὺ ἐπιτυχῶς ἐπάλεψαν μετὰ τῶν ἀοράτων δαιμονικῶν δυνάμεων· αὐτῶν τῶν καθαρῶν εἰκόνων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐντός των συνειδητῶς καὶ ἀγωνιστικῶς ἀντέστρεψαν τὴν ἐμπαθῆ κατάστασιν τῆς ψυχῆς γενόμενοι ταπεινοί, πρᾶοι καὶ ἀπαθεῖς, καθαρὰ καὶ δεκτικὰ δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄργανα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀναπτόμενο ἐντὸς τῆς καρδίας των μονίμως τὸ πῦρ τῆς Θείας Χάριτος.
Τὸ πλέον παρήγορο καὶ ἐλπιδοφόρο γεγονὸς εἶναι ὅτι κατὰ τὴν σύγχρονον ἐποχὴν τὴν ἐντόνως ὑλιστικήν, ἀνθρωποκεντρικὴν καὶ ἀντιπνευματικήν, κατὰ τὴν ὁποίαν παρατηρεῖται τὸ τραγικὸν φαινόμενον τῆς γενικῆς ἀποστασίας καὶ τῆς πολυποίκιλης ἀνταρσίας κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ θαῦμα δὲν ἐξέλειπεν. Ἀναδεικνύονται θεοφόροι Ἅγιοι, ἐφάμιλλοι τῶν Ἁγίων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Κι αὐτὸ διότι, κατὰ τὰ γραφόμενα τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5, 20). Ὅπου ὁ μισάνθρωπος καὶ μισόκαλος διάβολος καλλιεργεῖ τὸν ἰδικόν του ἀγρὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀδικίας μὲ τὰ ζιζάνια, σπέρνει καὶ ὁ φιλεύσπλαχνος Θεὸς τὸν ἰδικόν Του πνευματικὸν ἀγρὸν μὲ τὸν ἀγαθὸν σπόρον.
Ἕνας τοιοῦτος ἀγαθὸς σπόρος ἐβλάστησεν καὶ ἐνεφανίσθη εἰς τὴν ταραγμένην καὶ ἐκκοσμικευμένην ἐποχήν μας. Ἕνας ὑπέρλαμπρος μεγάλων διαστάσεων διάττων ἀστὴρ ἐμεσουράνησεν εἰς τὸ νοητὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, μία σύγχρονος πατερικὴ μορφὴ ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων Πατέρων, ἔνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀναγεννημένος ἐκ τῆς Θείας Χάριτος ἐσφράγισε διὰ τῆς παρουσίας καὶ τοῦ ἔργου του τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν 20ον αἰώναν. Ὁμιλοῦμεν διὰ τὸν «ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα» Ἅγιον Νεκτάριον, ἐπίσκοπον Πενταπόλεως τὸν θαυματουργόν, ὁ ὁποῖος κατέστη πολύτιμον καὶ χαριτόβρυτο σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου, ὅπως ψάλλει ὁ θεσπέσιος μελωδός, «ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ Εἰκόνα».
Γέννησις καὶ παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἁγίου (1846-1860)
Ἐγεννήθη τὴν 1ην Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1846, ἡμέρα Τρίτη, εἰς τὴν Σηλυβρίαν τῆς Θράκης καὶ ἦτο τὸ πέμπτον ἀπὸ τὰ ἕξι τέκνα τῆς πτωχῆς οἰκογενείας τοῦ Δήμου (Δημοσθένους) Κεφαλᾶ, ἐξ Ἰωαννίνων, καὶ τῆς Μαρίας Τριανταφυλλίδου – κατ’ ἄλλους Βασιλικῆς (Μπαλοῦ) – τὴν μακρυνὴν καταγωγὴν ἑλκούσης ἐκ τοῦ χωρίου Λιθίου τῆς ἁγιοτόκου νήσου Χίου. Τὸ βαπτιστικόν του ὄνομα ἦτο Ἀναστάσιος.
Ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν γονέων του. Εἰς μικρὰν ἀκόμην ἡλικίαν ἡ μητέρα του ἐμάθαινε εἰς τὸν διψῶντα τὴν γνῶσιν Ἀναστάσιον τοὺς Ψαλμοὺς καὶ ἰδιαιτέρως τὸν πεντηκοστόν, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀρέσκετο νὰ ἐπαναλαμβάνῃ τὸν στίχον: «Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου…» (Ψαλμ. 50, 15). Ἡ ἔφεσίς του εἰς τὴν μελέτην τῶν Γραφῶν ἐλείανε τὴν πλάκα τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κατέστησε κατάλληλον διὰ νὰ χαραχθοῦν ἀνεξιτήλως ἐπ’ αὐτῆς τὰ θεϊκὰ γράμματα.
Ἡ μὴ χορτασθεῖσα ψυχή του ἐκυριεύθη ὁλοσχερῶς ἀπὸ τὸν πόθο τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ λέγει σχετικῶς: «Οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσι, καὶ οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν» (Σοφ. Σειρ. 24,21)· δηλαδὴ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μὲ τρώγουν, θὰ ἔχουν ἀκόμη ὄρεξιν καὶ πεῖναν δι’ἐμέ· καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ μὲ πίνουν θὰ διψοῦν πάλιν δι’ἐμέ.
Ἡ πρώτη ἀρνητικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἐγεύθη, ἦτο ἡ ἀπόλυτος ἔνδεια. Ὁ πατήρ του ἠργάζετο περιστασιακῶς ὡς ναυτικός. Οἱ πάμπτωχοι γονεῖς του δὲν εἶχον τὴ δυνατότητα νὰ ζήσουν μὲ ἀξιοπρέπεια τὴν πολυμελῆ οἰκογένειάν των. Ἔμαθε ὅμως ἐξ αὐτῶν, τῶν ἀγραμμάτων μὲν ἀλλὰ λίαν εὐσεβεστάτων, νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν δι’ ὅσα εἶχε, κάνοντας βίωμά του τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, καὶ τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. 6, 8). Ἀφοῦ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα εἰς τὴν πατρίδα του, ἐν συνεχείᾳ, ἐστάλη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ συνεχίσῃ τὰς σπουδάς του.
Ἡ μετάβασις καὶ ἡ παραμονή του εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν (1860—1866)
Κατὰ τὸ ἔτος 1860, ἠναγκάσθη νὰ ξενιτευθῇ διὰ νὰ ἐπιβιώσῃ. Ἐγκαταλείποντας τὴν οἰκογενειακὴν στέγην καὶ θαλπωρὴν καὶ ἄνευ χρημάτων, μὲ μοναδικὰ ἐφόδια τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδαν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν εὐχὴν τῶν γεννητόρων του, ἐξεκίνησε μὲ προορισμὸ τὴν Βασιλεύουσα. Ἠναγκάσθη νὰ ταξιδεύσῃ ἀτμοπλοϊκῶς ἐξαιτίας τῆς ἀνυπαρξίας αὐτοκινητοδρόμων. Κατέβαλε ἐπιμόνους προσπαθείας διὰ νὰ ἐπιβιβασθῇ σὲ κάποιο καράβι, ἀλλὰ ματαίως· κατὰ τὴν διαδικασίαν ἐλέγχου τῶν εἰσιτηρίων τὸν ἐμπόδιζαν, διότι δὲν εἶχε χρήματα διὰ τὸν ναῦλον. Ἀπογοητευμένος ἐστάθη τότε εἰς τὴν προκυμαίαν κλαίγοντας γοερῶς. Ὁ πλοίαρχος συνειδητοποιώντας τὴν ἀπόγνωσιν τοῦ Ἀναστασίου τὸν ἐλυπήθη καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἐπιβιβασθῇ εἰς τὸ πλοῖο, ἐνῷ ἕνας φιλάνθρωπος καὶ εὐκατάστατος ἐπιβάτης, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ πλουσίου Χίου ἐμπόρου Ἰωάννου Χωρέμη, κατέβαλε τὸ ἀντίτιμον τοῦ εἰσιτηρίου του.
Φθάνοντας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦλθεν ἀντιμέτωπος ἀρχικῶς μὲ τὴν πεῖνα, τὴν ἔλλειψιν στέγης καὶ τὰς παντὸς ἄλλου εἶδους στερήσεις. Κατώρθωσε νὰ ἐξεύρῃ ἐργασίαν εἰς ἕνα συσκευαστήριον καπνοῦ ἐγκατεστημένον ἐντὸς κάποιου σκοτεινοῦ, ρυπαροῦ καὶ δυσώδους ὑπογείου. Ἐκεῖ, θὰ βιώσῃ διὰ πρώτην φορὰν τὴν ἀνθρωπίνην ἐκμετάλλευσιν καὶ ἀσπλαχνίαν. Ὁ ἐργοδότης του, ἕνας βάναυσος καὶ κτηνώδης ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπεκέντρωνε τὸ ἐνδιαφέρον του μόνον εἰς τὴν συσσώρευσιν χρημάτων, τὸν ὑπεχρέωνε νὰ ἐργάζηται ἀδιαλείπτως ἀπὸ τὴν αὐγὴν μέχρι τὰς μεσονυκτίους ὥρας καὶ μάλιστα, ὄχι σπανίως, τὸν ἐκτυποῦσε χωρὶς ἴχνος λύπης. Ἡ στοιχειώδης τροφὴ καὶ ἡ διαμονὴ εἰς ἕνα ἀνθυγιεινὸ πατάρι ἦσαν ἡ μόνη ἀμοιβὴ τοῦ νεαροῦ ἀγοριοῦ. Εἰς τὸν ἀφιλόξενον ἐκεῖνον χῶρον ὁ Ἀναστάσιος ὑπομένοντας μεθ’ ἰωβείου ὑπομονῆς τὰς προσβολὰς καὶ τὰς ὕβρεις ἄνευ οὐδεμιᾶς διαμαρτυρίας προσευχόταν θερμῶς ὑπὲρ τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ μάλιστα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήσῃ καὶ νὰ τοῦ χαρίζῃ ὑγεία.
Ἐπέτυχε δὲ νὰ παραμένῃ στερρῶς προσηλωμένος εἰς τὴν πίστιν του καὶ ἀπερίσπαστος ἐκ τῆς τύρβης τοῦ κόσμου ἐνασχολούμενος νυχθημερὸν εἰς τὸ νὰ οἰκοδομῇ ἐντός του διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων «τὸν κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» (Α΄Πετρ. γ΄,4) κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Παρὰ τὴν κοπιώδην καὶ πολύωρον ἐργασίαν του, ἐπεθύμη διακαῶς νὰ δουλεύσῃ μὲν διὰ τὸν Θεὸν, παραλλήλως δὲ νὰ ὠφελήσῃ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Θέλοντας νὰ καταστήσῃ γνωστὴ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν εἰς τοὺς ἀδιαφόρους χριστιανοὺς ἐσκέφθη νὰ χρησιμοποιήσῃ ἕνα τέχνασμα προκειμένου νὰ τοὺς δώσῃ τὴ δυνατότητα ἀφενὸς μὲν νὰ κλείσουν ἐντὸς τῆς καρδίας των τὸν Χριστόν, ἀφετέρου δὲ νὰ προσελκύσουν τὴν Θείαν Χάριν εἰς τὴν ζωήν των διὰ τὴν πνευματικὴν των προκοπήν. Ἐτοποθετοῦσε ἐντὸς τῶν συσκευασιῶν τοῦ καπνοῦ μικρὰ τεμάχια χάρτου, εἰς τὰ ὁποῖα ἔγραφε χωρία ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πράξις του αὐτὴ τοῦ προσέφερε μὲν μεγάλη χαρά, τοῦ ἀπάλυνε δὲ αἰσθητῶς τὸν πόνο ἐκ τῶν κακοπαθειῶν του.
Ἡ τραγική του οἰκονομικὴ κατάστασις δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀγοράσῃ μήτε τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἔνδυσιν. Τότε ἠθέλησε νὰ γράψῃ μίαν ἐπιστολὴν μὲ παραλήπτην τὸν Χριστὸν διὰ νὰ τοῦ ἀφηγηθῇ τὰ προβλήματά του. « -Χριστούλη μου!», ἔγραψε ἔχοντας δακρυσαμένους τοὺς ὀφθαλμούς, «δὲν ἔχω παπούτσια καὶ ροῦχα. -Στείλε μου τα Σέ παρακαλῶ. -Ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπῶ. Ἀναστάσιος». Εἰς τὸν φάκελον ἔγραψε: «Πρὸς Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τὸν παράδεισον». Βαδίζοντας πρὸς τὸ ταχυδρομεῖο ἐσυνάντησε τὸν ἰδιοκτήτην ἑνὸς γειτονικοῦ καταστήματος, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσυμπαθοῦσε ἰδιαιτέρως διὰ τὸν ὑπέροχον χαρακτήρα, τὴν ἀθωότητα καὶ τὴν ὑπομονήν του αἰσθανόμενος οἶκτο δι’ αὐτόν. Ἐπροθυμοποιήθη ὁ ἴδιος νὰ τὴν ταχυδρομήσῃ. Ἀναγινώσκοντας τὸ ὄνομα τοῦ παραλήπτου εἶχεν ὀξυνθεῖ τόσον ἡ περιέργειά του, ὥστε ὁ ἔμπορος ἀνοίγοντας τὴν ἐπιστολήν, ἐν συνεχείᾳ, τὴν ἀνέγνωσε. Συντετριμμένος ἀπὸ τὴν συγκίνησιν, ἐτοποθέτησε ἐντὸς φακέλου κάποια χρήματα στέλνοντάς τα ἀνωνύμως εἰς τὸ ἀγόρι. Ὁ Ἀναστάσιος ἐπλήσθη χαρᾶς μεγάλης λαμβάνοντας τὴν ἐπιστολὴν καὶ εὺχαρίστησεν ἐνθέρμως τὸν πολυεύσπλαχνον Θεόν. Ὁ εὐεργέτης του μὴ ἀνεχόμενος πλέον τοὺς βασανισμούς του ἐζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἐργασθῇ εἰς τὸ ἐπιπλοποιεῖο του. Ἡ κατάστασις ἐκαλυτέρευσε. Οἱ ὧρες ἐργασίας ἐμειώθησαν, εἶχε πλέον χρόνο διὰ τὸν ἐκκλησιασμόν, τὸ σχολεῖο καὶ τὴν ἀγαπημένην του ἐντρύφησιν εἰς τὸν ἀστείρευτον πλοῦτον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐνῷ λίαν συντόμως ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀκολούθησε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.
Ἀργότερον, ἐδιωρίσθη ὡς παιδονόμος εἰς τὸ σχολεῖον (ἀλληλοδιδακτικόν), ποὺ διετήρει ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ Μετόχιο τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τοῦ ὁποίου διευθυντὴς ἦτο ὁ θεῖος του – ἐκ μητρὸς – Ἀλέξανδρος Τριανταφυλλίδης. Ἐκτελοῦσε χρέη διδασκάλου διὰ τὰς κατωτέρας τάξεις, παραλλήλως δὲ ἐδιδάσκετο τὰ ἀνώτερα μαθήματα.
Εἰς τὴν μυροβόλον καὶ ἁγιοτόκον νῆσον Χίον (1866-1881)
Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει παραμονή του διήρκεσεν ἑπτὰ ἔτη. Κατὰ τὸ ἔτος 1866, φθάσας εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν 20 ἐτῶν ἀπεχώρησε, μολονότι δὲν εἶχε ὁλοκληρώσει τὴν μόρφωσίν του, προκειμένου νὰ μεταβῇ εἰς τὸ Λιθὶ τῆς Χίου διὰ νὰ ἐργασθῇ ὡς διδάσκαλος. Ἐκεῖ ἐνεθάρρυνε τοὺς νέους καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πολίχνης ταύτης πρὸς τὴν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐργασίαν τῶν ἀρετῶν, ὄχι μόνον διὰ τοῦ λόγου, ἀλλὰ πρωτίστως διὰ τοῦ παραδείγματος τοῦ βίου του, μιᾶς βιοτῆς ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἅπαντες οἱ γνωρίζοντες αὐτὸν τὸν θαυμάζουν καὶ τὸν ἀγαποῦν λόγῳ τοῦ ἐμφανοῦς ψυχικοῦ κάλλους καὶ τῶν ποικίλων ἀρετῶν του. Εἰς τὴν νῆσον τῆς μαστίχας θὰ γνωρίσῃ τὸν μεγάλον εὐεργέτην του Ἰωάννην Χωρέμην, ἕναν εὔπορον τοπικὸν ἄρχοντα, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ὁποίου εἶχε πληρώσει τὸ εἰσητήριο διὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ Ἁγίου ἐκ τῆς Σηλυβρίας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος οὖτος Χῖος θὰ τὸν θέσῃ ὑπὸ τὴν προστασίαν του.
Παρέμεινε εἰς τὸ Λιθὶ ἕως τὸ ἔτος 1873. Ἔχοντας ὅμως ἀποφασίσει νὰ ἐξέλθῃ τῆς κοσμικῆς ζωῆς προκειμένου νὰ ἀσπασθῇ τὸν μοναχισμὸν μετέβη εἰς τὴν παλαίφατον αὐτοκρατορικὴν καὶ πατριαρχικὴν Ἱερὰν Νέαν Μονὴν τῆς Χίου. Ποδηγέτης του πνευματικὸς ἦτο ὁ ἀσκητικὸς καὶ ἐνάρετος ἡγούμενος τῆς, ὑπεράνω τῆς Νέας Μονῆς καὶ ἐπὶ τοῦ Προβατείου Ὄρους κειμένης, Σκήτεως τῶν Ἁγίων Πατέρων Νικήτα, Ἰωάννου καὶ Ἰωσὴφ, Γέρων Παχώμιος (1840-1905). Πνευματικὰ ἀναστήματα, μὲ μεγάλην ἀρετὴν καὶ πνευματικότηταν, αὐτοῦ τοῦ χαρισματικοῦ ἀνδρὸς ὑπῆρξαν, ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τόσον ὁ λόγιος Μητροπολίτης Μελενίκου καὶ μετέπειτα Πελαγωνίας Ἰωακεὶμ Φορόπουλος (1859-1909) ὅσον καὶ ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος Βαγιάνος τῆς Χίου (1869-1960), Γέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Βοηθείας. Συχνάκις ὁ δόκιμος μοναχὸς Ἀναστάσιος ἀνέβαινε εἰς τὴν Ἱερὰν Σκήτην τῶν Ἁγίων Πατέρων διὰ νὰ ἐπωφεληθῇ τῆς σοφίας καὶ τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τοῦ σεβαστοῦ πνευματικοῦ του γέροντος.
Κατόπιν ἐπιτυχοῦς τριετοῦς δοκιμασίας κείρεται μοναχὸς τὴν 7ην Νοεμβρίου 1876 λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Λάζαρος. Ἀναζητώντας μόνον «τὰ ὑψηλά» καὶ γενόμενος ὑπόδειγμα πραότητος καὶ ὑπακοῆς κατέστη ἀγαπητὸς εἰς ὅλους τοὺς συμμοναστὰς ἀδελφούς του. Ὑπηρέτησε τὴν Μονὴν τῆς μετανοίας του ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ γραμματέως αὐτῆς. Φυλάσσονται δὲ εἰς τὸ Νεαμονησιακὸν Ἀρχεῖον ἔγγραφα, τὰ ὁποῖα φέρουν τὴν ὑπογραφήν του. Τὴν 15ην Ἰανουαρίου 1877 (ἡμερομηνίαν τῆς βαπτίσεώς του) χειροτονεῖται διάκονος εἰς τὸν Ἱερὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Βικτώρων ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Χίου Γρηγορίου (1860-1877) καὶ μετονομάζεται εἰς Νεκτάριον. Συνεχίζει δὲ νὰ φοιτᾷ εἰς τὸ περίφημον Γυμνάσιον Χίου, ἕως ὅτου ὁ μεγάλος καταστρεπτικὸς σεισμὸς τοῦ ἔτους 1881 καθίσταται καταλυτικὸς διὰ τὴν μελλοντικήν του πορείαν.
Ἡ παραμονὴ τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν Ἀθήνα (1881-1885)
Ὁ προαναφερόμενος φοβερὸς σεισμὸς τὸν ἀναγκάζει νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀθήνα μὲ σκοπὸν τὴν ὁλοκλήρωσιν τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν εἰς τὸ Βαρβάκειον Γυμνάσιον. Λαμβάνει τελικῶς τὸ ἀπολυτήριόν του ὡς κατ’οἶκον διδαχθείς. Κατὰ τὸ ἴδιον ἔτος ταξιδεύει εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν προκειμένου νὰ συναντήσῃ τὸν Πατριάρχην Αλεξανδρείας Σωφρόνιον Δ΄ (1870-1899). Ὑποβάλλοντας τὰ σέβη του τοῦ ἐπέδωσε μίαν συστατικὴν ἐπιστολὴν συνταχθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου τῆς Νέας Μονῆς Νικηφόρου ἐκφράζοντας συνάμα τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ συνεχίσῃ τὰς σπουδάς του. Ὁ Σωφρόνιος, τριετὴς ἤδη ἀπὸ τὴν ἀνάρρυσίν του εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, ἐντυπωσιάσθη ἀπὸ τὴν προσωπικότητα τοῦ Νεκταρίου· μὲ βάση δὲ τὰς λίαν θετικὰς συστάσεις, ποὺ εἶχε λάβει, τὸν ἔστειλε ἐκ νέου εἰς τὴν Ἀθήνα διὰ νὰ φοιτήσῃ εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὑπὸ τὸν ὅρον ὅμως μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ νὰ διακονήσῃ τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησίαν.
Ὁ Νεκτάριος διὰ συνδρομῆς τοῦ γέροντος Παχωμίου καὶ δι’ ἐξόδων τοῦ Ἰωάννου Χωρέμη καὶ τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας έσπούδασε τὴν ἱερὰν ἐπιστήμην τῆς Θεολογίας. Κατ’ αὐτὴν τὴν περίοδον ὑπηρέτησε ὡς διάκονος εἰς τοὺς ἱεροὺς Ναοὺς τῆς Ἁγίας Εἰρήνης (Αἰόλου), τῆς Παντανάσσης (Μοναστηράκι) καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων. Ἡ ἐπικοινωνία δι’ ἀλληλογραφίας μετὰ τοῦ γέροντος Παχωμίου διὰ πνευματικὰ ζητήματα ὑπῆρξε συχνή, μάλιστα ἐνήργησε τὰ δέοντα, ὥστε ὁ Γέροντας, πρὸ τῆς τελευτῆς του, νὰ νοσηλευθῇ εἰς τὸν «Εὐαγγελισμόν».
Κατὰ τὸ ἔτος 1882 ἐπρώτευσε εἰς τὸν διαγωνισμὸν σχολικῆς κοσμητείας τοῦ «Παπαδάκειου» κληροδοτήματος, ὥστε νὰ κερδίσῃ ὑποτροφίαν σπουδῶν εἰς τὴν Θεολογικὴν γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀπέβη λίαν ἀνακουφιστικὸν εἰς τὴν δεινὴν οἰκονομικὴν κατάστασιν ὅπου εἶχε περιέλθει λόγῳ μειώσεως τῶν χρηματικῶν του πόρων ἰδιαιτέρως δὲ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ εὐεργέτου του Ἰωάννου Χωρέμη. Τελικῶς ἔλαβε τὸ πτυχίον του τὸν μῆνα Ὀκτώβριον τοῦ ἔτους 1885 μὲ βαθμὸν «καλῶς».
Ἡ παραμονή του εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ὁ διωγμός του (1885-1890)
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ πτυχίου του ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν προκειμένου νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίαν πλησίον τοῦ πατριάρχου Σωφρονίου. Τὴν 23ην Μαρτίου 1886 χειροτονεῖται ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου πρεσβύτερος εἰς τὸν πατριαρχικὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἐνῷ πέντε μῆνας ἀργότερον δηλ. τὴν 6ην Αὐγούστου τοποθετεῖται γραμματεὺς τοῦ Πατριάρχου λαμβάνοντας μάλιστα τὸ ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καὶ τοῦ Πνευματικοῦ. Μετὰ παρέλευσιν δύο μηνῶν καὶ ἔχοντας πείσει διὰ τὴν ρητορικήν του δεινότητα, ἀνελίχθη εἰς ἱεροκήρυκαν λαμβάνοντας παραλλήλως καὶ τὴν θέσιν τοῦ πατριαρχικοῦ ἐπιτρόπου εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Καΐρου, τὸν ὁποῖον ἀνεκαίνισε ριζικῶς.
Τὴν 15ην Ἰανουαρίου 1889 χειροτονεῖται ἐπίσκοπος, εἰς τὸν προαναφερόμενον Ναόν, μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ἐπισκόπου Νείλου, ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου συμπαραστατουμένου ὑπὸ τοῦ πρώην Κερκύρας Ἀντωνίου καὶ τοῦ Σιναίου Πορφυρίου λαμβάνοντας τὸν τίτλο τῆς πάλαι ποτὲ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Πενταπόλεως ἄνω Λιβύης. Μετὰ μεγάλης ταπεινώσεως ἐδέχθη τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης καὶ ἀξιοσημείωτον δὲ εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν τί ἔλεγε σχετικῶς: «Κύριε διατὶ μὲ ἀνύψωσες εἰς τοσοῦτον μέγα ἀξίωμα; Ἐγὼ σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω μόνον θεολόγος καὶ ὄχι μητροπολίτης. Ἐκ νεαρᾶς ἠλικίας Σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης τοῦ Θείου Λόγου Σου καὶ Σύ, Κύριε, τώρα μὲ δοκιμάζεις μὲ τόσα πράγματα. Ἀλλ’ὑποτάσσομαι, Κύριε, εἰς τὸ θέλημα Σου, καὶ δέομαι: καλλιέργησε ἐντός μου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὸν σπόρον τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀρετῶν, δι’ὧν τρόπων γνωρίζεις, καὶ ἀξίωσόν με νὰ ζήσω πάσας τὰς ἐπὶ γῆς ἡμέρας μου συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ μακαρίου Παῦλου, ὅστις ἔλεγε: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Παρὰ τὰ ἀξιώματά του ὁ πολυτάλαντος Νεκτάριος δὲν ἀπώλεσε τὴν ταπεινοφροσύνην του καὶ ἐγνώριζε καλῶς, πῶς νὰ μεταδίδῃ εἰς τὸ πνευματικό του ποίμνιο τὸν ζῆλο διὰ τὰς εὐαγγελικὰς ἀρετάς, ὅμως ἡ ἀγάπη καὶ ὁ θαυμασμός, ποὺ ἐπεδείκνυε ὁ λαὸς πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἀπέβησαν εἰς βάρος του. Ὁ διάβολος ἐκαραδόκει νὰ ἀνακόψῃ τὴν λαμπρὰν ἐκκλησιαστικήν του πορείαν προκαλώντας πόλεμον ἐναντίον του. Ἀπ’ἐδῶ ἀρχίζουν τὰ μεγάλα προβλήματα καὶ οἱ ἄδικες διώξεις του. Τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ γλυκυτάτου Νεκταρίου, ἡ ἀκεραιότης τοῦ χαρακτήρος του, ἡ σπουδαία μόρφωσίς του, ἡ ραγδαία ἄνοδος καὶ ἡ μεγάλη κοινωνικὴ καὶ ποιμαντική του δράσις, ἐθορύβησε πολλοὺς κληρικοὺς τοῦ Πατριαρχείου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐθεώρησαν ὡς σοβαροτάτη ἀπειλὴ διὰ τὰς φιλοδοξίας των, ἔχοντας βλέψεις νὰ καταστοῦν οἱ διάδοχοι εἰς τὸν θρόνον τοῦ ὑπεργήρου Σωφρονίου, ὁ ὁποῖος προσέγγιζε τὰ ἐνενήκοντα ἔτη ζωῆς καὶ οἱ διεργασίες διὰ τὴν διαδοχὴν εἶχον ἀρχίσει.
Ὁ λαός, ἀντιθέτως, ὁ ὁποῖος εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸ πολυποίκιλο πνευματικὸ ἔργο τοῦ Νεκταρίου, ἐπεθύμει διακαῶς τὴν ἐκλογὴν του εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον. Οἱ ἐπικριτές του διέδωσαν φρικτὲς συκοφαντίες ἐναντίον του φροντίζοντας μάλιστα νὰ καταστοῦν γνωστὲς εἰς τὸν Πατριάρχην. Ὁ καθηγητὴς Σοφοκλῆς Γ. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς: «Συνασπισμένοι οἱ ἑτερόκλητοι παντοειδεῖς ἐχθροί του, προκειμένου νά ἐπιτύχουν ὁ καθένας τά σχέδιά του, ἀφοῦ εἶχαν προετοιμάσει τό ἔδαφος μέ τίς κατά καιρούς εἰσηγήσεις τους, τελικά διέβαλαν τόν Μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριο πρός τόν Πατριάρχη πῶς δήθεν ξεσηκώνει τόν λαό καί ἐπιδιώκει νά τόν ἐκδιώξει ἀπό τόν θρόνο καί νά ἀνέβει αὐτός. … Ἀφοῦ οἱ ραδιοῦργοι πρόσθεσαν ὅπως συμβαίνει σέ τέτοιες περιπτώσεις, καί τούς ἀπαραίτητους ὑπαινιγμούς, γιά δήθεν ἠθικές παρεκτροπές του».
Ὁ γέρων καὶ πάσχων ἀπὸ μερικὴν ἄνοιαν Πατριάρχης ἐπείσθη διὰ τὰς κατηγορίας καὶ ἔθεσε τὸν Ἅγιον εἰς ἀργίαν τὴν 3ην Μαΐου 1889 ἄνευ ἀπολογίας. Ἐκεῖνος πῶς ἀντέδρασε; Δὲν ἐπεδίωξε νὰ εὕρῃ τὸ δίκαιόν του, ἀλλὰ ἐναπέθεσε τὴν ἐμπιστοσύνην του εἰς τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Κυρίου: «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. 5, 11). Συγχωρώντας τοὺς συκοφάντας του γράφει πρὸς τὸν Πατριάρχην: «Ἐγὼ ἤδη ἀφῆκα πάντα καὶ δέομαι ὑπὲρ τῶν ἀμαρτησάντων εἰς ἐμέ», ὅπου διακρίνονται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς του, ἡ ἀνεξικακία, ἡ ἀμνησικακία καὶ ἡ ἁγιότης του. Μολονότι ὡς ἐλεύθερος καὶ ἀθῶος ἄνθρωπος διαμαρτύρεται ἐγγράφως, ὅμως εἰς τὰς ἐπιστολάς του, οἱ ὁποῖες, σημειωτέον, μᾶς διδάσκουν πρακτικῶς πῶς νὰ σηκώνωμε τὸν σταυρὸ τῶν θλίψεων, διαφαίνεται ἕνα σπάνιο ἐκκλησιαστικὸν ἦθος. Εἰς τὸ ἀπολυτήριο πατριαρχικὸ γράμμα δὲν ἀνεφέρθη καμμία κατηγορία εἰς βάρος του, ἀλλὰ ἡ πρότασις «μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξοικειωθῇ πρὸς τὸ κλῖμα τῆς Αἰγύπτου … Καὶ δύναται ἐπιτελεῖν τὰ ἀρχιερατικὰ αὐτοῦ καθήκοντα, ὅπου ἄν ἀπέλθῃ».
Ὁ πονεμένος Ἱεράρχης κατενόησε ὅτι ἡ Αἴγυπτος ἦτο πλέον δι’ αὐτὸν ἕνας ἀφιλόξενος τόπος. Χωρὶς νὰ ἀναμένῃ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ συκοφάντες του καὶ διαλάμψῃ ἡ ἀλήθεια ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀθήνα τὸ καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1890. Ὑπὲρ τοὺς ὲννεακοσίους πιστοὺς τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Καΐρου συνέταξαν μίαν ἀποχαιρετιστήριον ἐπιστολὴν – διαμαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν ἐδημοσίευσαν εἰς τὴν ἐφημερίδαν «Μεταρρύθμισις», εἰς αὐτὴν ἐμφαίνεται τόσον ἡ μεγάλη ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ποὺ ἔτρεφαν δι’ αὐτόν, ὅσον καὶ ἡ χαρισματικὴ ἠγετική του φυσιογνωμία, ἀκόμη δὲ καὶ ἡ ὑπακοὴ τοῦ Αγίου καὶ τῶν πνευματικῶν του τέκνων εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ προαναφερομὲνη ἐφημερὶς, εἰς τὸ φύλλον τῆς 22ας Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1890, ἐθεώρησε «μεγάλην ἠθικὴν ζημίαν τὴν στέρησιν τοῦ συμπαθεστάτου τῶν Ἀρχιερέων καὶ ἀγαθωτάτου καὶ δραστηριωτάτου τῶν κληρικῶν…», καταλήγοντας δὲ ἀναφέρει: «μεγάλως ἔθλιψεν καὶ βαθέως συνεκίνησεν ἡμᾶς ἡ ἀναχώρησίς του…»!
Μία σημαντικὴ πτυχὴ τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἁγίου ἦτο ἡ βαθεία του θεολογικὴ καὶ κοσμικὴ μόρφωσις, κάτι ποὺ ἀντανακλᾶται εἰς τὸ πλούσιο συγγραφικό του ἔργο. Ἔγραψε σπουδαιοτάτας θεολογικὰς μελέτας, δογματικά, ἠθικά, κατηχητικά, διδακτικὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα. Μόνον διὰ τὴν Παναγίαν ἀφιέρωσε πέντε χιλιάδας στίχους εἰς τὴν ποιητικήν του συλλογὴν «Θεοτοκάριον». Κατὰ τὴν περίοδον τῆς παραμονῆς του εἰς τὴν Αἴγυπτον ἔγραψε τὰ παρακάτω ἔργα: «Δέκα Λόγοι διὰ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν», Ἀλεξάνδρεια 1885· «Λόγος Ἐκκλησιαστικὸς ἐκφωνηθεὶς ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐν Καΐρῳ τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τεσσαρακονθημέρου», Ἀλεξάνδρεια 1886· «Δύο Λόγοι Ἐκκλησιαστικοί», Κάϊρον 1887· «Λόγοι περὶ ἐξομολογήσεως», Κάϊρον 1887· «Περὶ τῶν Ἱερῶν Συνόδων καὶ ἰδίως περὶ τῆς σπουδαιότητος τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων», Ἀλεξάνδρεια 1888· «Περὶ τῶν καθηκόντων ἡμῶν πρὸς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον», Κάϊρον 1888· «Περὶ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ», Ἀλεξάνδρεια 1889· «Λόγος ἐκφωνηθεὶς ἐν τῷ Ἀχιλλοπουλείῳ Παρθεναγωγείῳ κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν», Ἀλεξάνδρεια 1889· «Λόγος περὶ τῆς πρὸς τὸ Ἅγιον Θυσιαστήριον προσελεύσεως», Ἀλεξάνδρεια 1890· Μὲ πρωτοβουλίαν καὶ ἐπιμέλειαν τοῦ Ἁγίου ἐξεδόθη τὸ πόνημα τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως «Σχεδίασμα περὶ Ἀνεξιθρησκείας», 1890.
Ἡ ὑπομονετικὴ ἀνάβασις εἰς τὸν προσωπικόν του Γολγοθᾶ (1890-1894)
Εἰς τὴν Ἀθήνα εὑρέθη μόνος, ἀγνοημένος, καταφρονημένος, στερούμενος ἀκόμη καὶ τὸν ἐπιούσιον ἄρτον, διότι δὲν ἐφύλαττε τίποτε δι’ἐκεῖνον, τοὺς δὲ πενιχρούς του πόρους διένεμε εἰς τοὺς πτωχούς. Ἐπίστευε ὁ διωκόμενος Ἐπίσκοπος ὅτι εἰς τὸ κλεινὸν ἄστυ θὰ εὕρισκε ἠσυχία μὴ φθάνοντας μέχρις ἐκεῖ τὰ φαρμακερὰ βέλη τῶν συκοφαντῶν του. Ὅμως ἐσυνέβη τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο! Εἶχον φροντίσει οἱ κακόβουλοι ἄνθρωποι νὰ διασπείρουν καὶ ἐδῶ τὰς ἀδίκους καὶ ἀναλήθεις κατηγορίας των, ὥστε νὰ καταστῆ ἀδύνατον νὰ ἐξεύρῃ ἐργασίαν.
«Ἐπίσκοπος ὄντας ὁ ἅγιος», γράφει ὁ Σοφ. Δημητρακόπουλος, «ζητεῖ χωρίς ἴχνος ἐγωϊσμοῦ ἀπό τό ὕψος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος πού ἔφερε, μία θέση κατώτερη». Ὕψιστο παράδειγμα ταπεινοφροσύνης! Ἀλλὰ ματαίως, οἱ θύρες ἦσαν ἐρμητικῶς κλειστὲς καὶ τὸ χειρότερον ἦτο ὅτι ἐπαρακρατοῦντο οἱ μισθοί του βιώνοντας ἔτσι τὴν ἐσχάτην πενίαν! Ἀδυνατοῦσε νὰ πληρώσῃ τὸ ἐνοίκιον ἑνὸς μικροῦ δωματίου εἰς τὴν περιοχὴν τῶν Ἐξαρχείων, μήτε εἶχε χρήματα διὰ νὰ τραφῇ. Ἐζήτει ἀπεγνωσμένως μίαν θέσιν ἱεροκήρυκος εἰς κάποιαν μητρόπολιν, ὅμως ἡ ἔγκρισις δὲν ἐδίδετο ὑπὸ τοῦ Ὑπουργείου Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως προβάλλοντος τὴν δικαιολογίαν ὅτι δὲν εἶχε τὴν ἑλληνικὴν ἰθαγένειαν, μήτε ἐγεννήθη εἰς ἑλληνικὸν ἔδαφος ἀλλὰ σὲ τουρκοκρατούμενην περιοχήν. Καίτοι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐβεβαίωσε τὴν ἑλληνικήν του ἰθαγένειαν, ἐντούτοις ἀνεξηγήτως τὸ Ὑπουργεῖον ἐκωλυσιέργει τὸν διορισμόν του. Ἀφοῦ ὑπέστη ἀνείπωτες δοκιμασίες καὶ ταπεινώσεις τελικῶς μετὰ ἀπὸ τὴν παρέμβασιν τοῦ
Δημάρχου Ἀθηναίων Μιχαὴλ Μελᾶ, πατρὸς τοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ, διευθετήθη τὸ ζήτημα.
Τὸν Μάρτιον τοῦ ἔτους 1891 ἐδιορίσθη ἱεροκήρυκας εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Χαλκίδος. Ὁ Ἅγιος περιχαρὴς καὶ δοξάζων τὸν Θεόν, ἀνεχώρησε διὰ τὴν Χαλκίδαν καὶ ἤρχισε νὰ κηρύττῃ μετὰ θέρμης καὶ ζήλου τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ, ἐπιτελώντας σπουδαῖο ἱεραποστολικὸ καὶ κηρυγματικὸ ἔργο. Κατόρθωσε σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα νὰ κατακτήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ εὐσεβοῦς εὐβοϊκοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἐσυγκεντρώνετο ὡς οἱ μέλισσες διὰ νὰ ρουφήξῃ τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Ὁ παγκάκιστος ὅμως μὴ καταθέτοντας τὰ ὅπλα ἐκινήθη λυσσαλέως ἐναντίον του μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ ἀναπαυθῇ καὶ νὰ ἠσυχάσῃ. Οἱ ἄσπονδοι ἐχθροί του ἀπέστελναν ἐξ Ἀθηνῶν ἀνθρώπους των, ὅπου θὰ ἐκήρυττε ὁ Ἅγιος, διὰ νὰ τὸν ἀποδοκιμάζουν κάτωθεν τοῦ ἄμβωνος ἐξαπολύοντας κατηγορίες καὶ φωνάζοντας «ἀνάξιος-πόρνος». Ὁ γεράσμιος Νεκτάριος καὶ πάλιν λοιδορούμενος ἐσιώπα καὶ ἐσυγχώρει, ψελλίζοντας τὸν κυριακὸν λόγον «οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»! Πόλεμον ἐδέχθη καὶ ἀπὸ τὸν μητροπολίτην Χαλκίδος, ὁ ὁποῖος ἔφθασε μάλιστα εἰς τὸ σημεῖο νὰ τοῦ ἀπαγορεύσῃ τὴν τέλεσιν τῶν ἱερῶν Μυστηρίων. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1893 μολονότι ἐδιορίσθη ἱεροκήρυξ εἰς τὴν Λακωνίαν, ὅμως δὲν ἐπραγματοποιήθη ἡ μετάθεσίς του. Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1893 μέχρι καὶ τὰ τέλη Φεβρουαρίου τοῦ 1894 ἐκήρυττε τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν νομὸν Φθιώτιδος-Φωκίδος. Κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν συνέγραψε τὰ κάτωθι συγγράμματα: «Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας», 1892· «Τὰ παρ΄ἡμῖν τελούμενα ἱερὰ μνημόσυνα», 1892· «Περὶ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ», 1892· «Ὑποτύπωσις περὶ ἀνθρώπου», 1893· «Περὶ ἐπιμελείας τῆς ψυχῆς», 1894· «Μελέτη περὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀληθοῦς καὶ ψευδοῦς μορφώσεως», 1894.
Ἀνατέλλει ἡ δικαίωσις: Ὁ διορισμὸς καὶ ἡ διακονία του εἰς τὴν Ριζάρειον Σχολὴν (1894-1908)
Μὲ τὸν καιρὸν, οἱ ἐναντίον του συκοφαντίες κατέρρευσαν, ἀπεκαλύφθησαν οἱ ραδιοῦργοι συκοφάντες του καὶ ἀπηλλάγη τῶν ἀδίκων κατηγοριῶν. Ἐκήρυττε πλέον ἀπηλλαγμένος τῶν στιγμάτων τοῦ παρελθόντος. Ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τὴν Ἀθήνα. Τὴν 1ην Μαρτίου τοῦ 1894 ἐδιορίσθη διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς. Ἡ ἐκ βαθέων γνώσις τῶν Γραφῶν, τῶν Ἁγ. Πατέρων, ἀκόμη καὶ τῶν θύραθεν ἐπιστημῶν καὶ ἡ ἀνάπλεως πραότητος αὐθεντία του εἰς τὴν καθοδήγησιν ἀνθρώπων τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ προσδώσῃ εἰς τὸ ἵδρυμα τοῦτο μίαν ὑψηλήν πνευματικὴν καὶ ἠθικὴν ποιότητα. Ὁ ἅγιος Ἱεράρχης ἄν καὶ ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν διεύθυνσιν καὶ τὰ μαθήματα τῆς Ποιμαντικῆς, ἐντούτοις μήτε λεπτὸ δέν διέκοψε τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα, τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ τὴν προσευχὴν μήτε ἔπαυσε νὰ κηρύττῃ ἤ νὰ τελῇ τὰ ἱερὰ Μυστήρια εἴτε ἐντὸς τῆς Σχολῆς εἴτε εἰς τὴν εὐρυτέραν περιοχὴν τῶν Ἀθηνῶν. Ἰδιαιτέραν ἔμφασιν ἔδωκε εἰς τὴν λατρευτικὴν ζωὴν ἀναδεικνύοντας τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Σχολῆς ὡς λατρευτικὸ κέντρο. Ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή του σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἡγιασμένον του βίον ἦτο τὸ σημαντικότερο λίπασμα διὰ τὴν ἄνθησιν τῆς σχολῆς. Εἶχε οἰκειότητα μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Παναγία, τὴν ὁποίαν ὑπεραγάπα. Σχετίζεται μὲ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ καὶ λαμβάνει μέρος εἰς τὰς τελουμένας ἐν τῷ παρεκκλησίῳ τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου κατανυκτικὰς ἀγρυπνίας, ὅπου ἔψαλλον οἱ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίνης.
Ὁ τρόπος διαπαιδαγωγήσεώς του ὑπῆρξε ρηξικέλευθος. Ἐργάζεται ἀόκνως διὰ τὴν ἐμφύτευσιν τοῦ ἱεροῦ ζήλου τῆς ἱερωσύνης εἰς τοὺς ἱεροσπουδαστὰς καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντός των πρὸς τὴν παιδείαν. «Θρησκεία χωρὶς παιδεία, ἔλεγε, ὁδηγεῖ εἰς τὴν δεισιδαιμονία, ἐνῷ παιδεία χωρὶς θρησκεία ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ τὴν ἀθεΐαν». Ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν ἐπαγγελματικήν των ἀποκατάστασιν, τὴν ἀναμόρφωσιν τοῦ ἀναλυτικοῦ προγράμματος τῆς σχολῆς, ἀκόμη διὰ τὴν καλυτέρευσιν τοῦ φαγητοῦ καὶ τὴν ἄθλησιν. Ἐπέτυχε νὰ μεταλαμπαδεύσῃ εἰς τὰς νεανικὰς ψυχὰς ὅλην τὴν χριστοφλόγα τῆς ψυχῆς του, μὲ τὸν ἐκλεκτότερο τρόπο, τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καὶ τὴν ἔφεσιν πρὸς τὴν ἀρετήν, ἡ ὁποία «εἶναι κόσμος (στολίδι) τῆς νεότητος», ὅπως ἔλεγε. Ἐπιδεικνύει ἀπίστευτα δείγματα λαμπροῦ παραδείγματος εἰς τοὺς σπουδαστὰς καὶ τοὺς ἐργαζομένους. Ὁ μαθητής του καὶ μετέπειτα πανεπιστημιακὸς δάσκαλος Νικόλαος Λούβαρης ἐνθυμεῖται ὅτι «προτιμοῦσε ὁ ἴδιος νά ὑποβάλλεται σέ ἀσκήσεις, γιά παραδειγμα σέ νηστεία, γιά νά μήν τιμωρήσει τό ἀνώριμο εὔθραυστο βλαστάρι, τόν ἱερό σπουδαστή του, ὅταν ἡ διάκριση ποῦ ἄφθονη εἶχε, τόν πληροφοροῦσε, ὅτι ἡ τιμωρία θά δημιουργήσει ἀπωθημένη ἐμπάθεια ἤ ψυχολογικά τραύματα». Κάποτε ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ ἐπωμισθῇ κρυφίως τὴν θέσιν τοῦ ἀρρώστου καθαριστοῦ τῶν χώρων ὑγιεινῆς, τοὺς ὁποίους ἐκαθάριζε κατὰ τὰς μεταμεσονυκτίους ὥρας, διὰ νὰ μὴν ἀντικατασταθῇ ὁ ἀσθενὴς ὑπάλληλος. Ὅτι ἱερώτερον, ὅτι οὐράνιον εἶχε κατακτήσει μὲ τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀγάπην, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ὑπομονήν του καὶ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μετὰ ζήλου τὸ ἀποτύπωσε εἰς τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν του.
Παραλλήλως, τὴν αὐτὴν χρονικὴν περίοδον ἐπεδόθη εἰς σπουδαῖο συγγραφικὸ ἔργο συγγράφοντας περὶ τὰ 22 συνολικῶς συγγράμματα. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρομεν τὰ κάτωθι: «Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας»· «Μάθημα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς», 1897· «Μάθημα Ποιμαντικῆς» 1898· «Ὁρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις», 1899· «Χριστολογία», 1990· «Μελέτη περὶ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας», 1904· «Ἱστορικὴ Μελέτη περὶ τῶν διατεταγμένων νηστειῶν», 1905· «Θεοτοκάριον, ἤτοι προσευχητάριον μικρόν», 1905 κ.ἄ. Ἐπίσης ἐδημοσίευσε εἰς περιοδικὰ περὶ τὰς 9 μελέτας ἱστορικοῦ καὶ θεολογικοῦ περιεχομένου καὶ συνέταξε περὶ τὰς 136 ἐπιστολάς, οἱ ὁποῖες ἐξεδόθησαν μὲ τὸν τίτλο «Κατηχητικαὶ Ἐπιστολαὶ πρὸς τὰς μοναχὰς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγ. Τριάδος Αἰγίνης».
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐδιατήρει εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας του τὸν διάπυρον πόθον τῆς ἠσυχίας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ ἐνισχύθη κατὰ τὴν ἐπίσκεψίν του διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1898. Διαμένοντας ἐκεῖ διὰ ἕνα μῆνα ἐπεσκέφθη τὰς κυριωτέρας Μονὰς καὶ Σκῆτας.
Συνεδέθη ἰδιαιτέρως μετὰ τοῦ Γέροντος Δανιὴλ Κατουνακιώτου, μὲ τὸν ὁποῖον διετήρησε πολύχρονον φιλίαν, ἐπίσης μετὰ τοῦ πατρὸς Ἱερωνύμου Σιμωνοπετρίτου, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, διεδέχθη τὸν Ἅγιον Σάββα τῆς Καλύμνου εἰς τὴν πνευματικὴν καθοδήγησιν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου εἰς τὴν Αἴγιναν. Τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι ἐταξίδεψε διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν γενέτειρά του Σηλυβρίαν. Μετὰ δὲ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899) ὁ Ἅγιος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθῇ, ἀλλ’ ἠρνήθη. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν, τὴν ὁποίαν ἐξέφρασαν ὁρισμένες πνευματικές του θυγατέρες διὰ τὴν μοναχικὴν ζωήν, ὅπως ἡ τυφλὴ καὶ εὐσεβὴς Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ (μετέπειτα Ἡγουμένη Ξένη) ἔθεσε τὸ πρῶτο λιθαράκι διὰ τὴν σύστασιν Μονῆς εἰς τὴν Αἴγιναν κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1904 καὶ 1907. Εἰς ἐπιστολήν του (Δεκέμβριος 1907) πρὸς τὴν μοναχὴν Ξένην γράφει: «Ὁ νοῦς μου καὶ ὁ πόθος μου εἰσὶν ἀλλαχοῦ, εἰς τὸν Πρόδρομον τῆς Σκοπέλου (ἀναφέρεται εἰς τὴν κολλυβαδικὴν Μονὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς νήσου Σκοπέλου) ἀλλὰ μία φωνὴ ἐνδόμυχος μοι λέγει, ὅτι ἀνέλαβες καθήκοντα εἰς τὴν Αἴγιναν καὶ ὀφείλεις νὰ ἐκπληροῖς αυτά, μένων εἰς τὴν Αἴγιναν». Ὑπηρέτησε εἰς τὴν Σχολὴν 14 ἔτη ἕως δηλαδὴ τὴν 7ην Φεβρουαρίου τοῦ 1908, ὅπου καὶ ὑπέβαλε τὴν παραίτησίν του διὰ λόγους ὑγείας. Ἐσυνταξιοδοτήθη καὶ ὡς ἐλάχιστον ἀναγνώρισιν τοῦ ἔργου του ἐλάμβανε τὸ σημαντικὸ διὰ τὴν ἐποχὴν μηνιαῖο ποσὸν τῶν 250 δραχμῶν.
Ἵδρυσις Μοναστηρίου καὶ Ἐγκαταβίωσις εἰς τὴν Αἴγινα (1908-1920)
Ἀμέσως μετά, ἐγκαθίσταται μονίμως εἰς ἕνα ἐγκαταλελειμμένον, ἀπὸ τὸ ἔτος 1834, μοναστήριον – ἔνθα κατὰ τὴν παράδοσιν ἠσκήτευσεν, ἐπὶ τουρκοκρατίας, ἡ Ἁγία Ἀθανασία – τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς εἰς τὴν Παλαιὰν Χώραν καὶ συγκεκριμένως εἰς τὴν τοποθεσίαν «Ξάντος», τὸ ὁποῖον μετὰ τῶν πρώτων μοναζουσῶν ἀνακαινίζει, μετὰ κόπου καὶ ἰδίων ἐξόδων, ἀφιερώνοντάς το εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδαν. Ἡ ἱερότης τοῦ χώρου – Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μὲ τὰ τόσα κατανυκτικὰ παρεκκλήσια – ἡ ἐρημία καὶ ἡ γαλήνη τῆς περιοχῆς ἐπέδρασαν εὐμενῶς εἰς τὸν φιλέρημον ἐπίσκοπον καὶ κατέκτησαν τὴν φιλόθεον καρδίαν του. Παρὰ τὰς ἀναριθμήτους δυσκολίας ὁ πνευματοκίνητος Γέροντας ἐμερίμνησε νὰ ὀργανώσῃ μίαν κοινοβιακὴν ἀδελφότητα, πιστὴν εἰς τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐδαπάνησε ἀφειδῶς τὰς σωματικὰς καὶ ψυχικὰς του δυνάμεις εἰς τὴν ἀνέγερσιν κτηρίων, εἰς τὴν τέλεσιν τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν καθοδήγησιν. Διηκόνει εἰς τὰς πλέον εὐτελεῖς διακονίας, κυρίως ὅμως ἠσχολεῖτο μὲ τὴν ἐπισκευὴν τῶν ὑποδημάτων τῶν μοναζουσῶν. Μὲ δικά του ἔξοδα ἔκτισε τὴν μικράν του κατοικίαν πλησίον, ἀλλὰ ἐκτὸς, τῆς Μονῆς.
Ὁ θεόσοφος ποιμὴν τῆς πνευματικῆς μάνδρας τῶν μοναζουσῶν, ἤδη ἀπὸ τὴν Ριζάρειον, καθορίζει δι’ ἐπιστολῶν τὰ τῆς ὀργανώσεως τῆς Μονῆς καὶ παραδίδει τὰς πνευματικάς του ὑποτυπώσεις τόσον διὰ τὴν τελείωσιν τῶν μοναζουσῶν διδάσκοντας αὐτὰς τὰς θείας τοῦ μοναχισμοῦ καταστάσεις καὶ ἀναβάσεις διὰ λόγων ταπεινῶν καὶ εὐλήπτων, ὅσον καὶ διὰ τὴν ἀνάδειξιν τοῦ Ἡσυχαστηρίου εἰς κέντρον μὲν ἀληθοῦς καὶ πνευματικῆς λατρείας εἰς ἐργαστήριον δὲ ὁσιακῆς ἁγιότητος. Εἰς αὐτὰς διακρίνεται ἀφενὸς μὲν ἡ πνευματική, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου πρὸς τὰ πνευματικά του τέκνα, ὅπως ὁ θεῖος Παῦλος ἠθέλησε νὰ μορφώσῃ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ζωήν Του, ἀφετέρου δὲ τὸ εὖρος τῆς ἐνασχολήσεώς του ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς θεωρίας τῆς νηπτικῆς ζωῆς μέχρι καὶ τὰς λεπτομερείας τῆς πρακτικῆς ζωῆς του.
Ὁ μακαριστὸς π. Θεόκλητος Διονυσιάτης τονίζει εἰς τὸ ὡραιότατον βιβλίον του «Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός» ὅτι μέσα εἰς τὰς ἐπιστολὰς αὐτὰς ἐμφαίνεται ἡ μεγάλη του διάκρισις. Εἰς κάθε μίαν μοναχὴν δίδει τὰς καταλλήλους δι’ αὐτὴν ὁδηγίας, σεβόμενος τὰ προσωπικὰ ὄρια ἀντοχῆς της καὶ διανοίγοντάς της τὴν κατάλληλον ὁδόν, τὴν ἄγουσαν πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ἄνευ ἰσοπεδώσεως τῆς μοναδικότητος τοῦ προσώπου.
Ἡ ἐμφάνισίς του εἰς τὴν Αἴγιναν ἐσυνδυάσθη ὑπὸ δύο γεγονότων, τὰ ὁποῖα τὸν κατέστησαν ἐξαρχῆς λαοφιλῆ. Ἐθεράπευσεν ἀρχικῶς ἕναν δαιμονιζόμενον νέον, ἐνῷ διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τελέσεως Θείας Λειτουργίας, κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν, ἔπαυσε θαυματουργικῶς πλέον νὰ μαστίζῃ τοὺς κατοίκους ἡ φοβερὰ καὶ ἐκτεταμένη ἀνομβρία. Ἄν καὶ ἀπεμακρύνθη τοῦ κόσμου παραμένοντας ἄφαντος διὰ ὥραν πολλὴν κλεισμένος εἰς τὸ κελλίον του μὲ σκοπὸ νὰ ἀνατείνῃ, διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τὸν νοῦν του πρὸς τὸν Θεόν, ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν χαρισμάτων, ποὺ ἠξιώθη ἀπὸ τὸν Κύριον, ἐξηπλώθη εἰς τὴν περιοχὴν καὶ εὐρυτέρως· πλήθη πιστῶν συνέρρεον πρὸς αὐτὸν ἑλκόμενοι ὅπως τὸ μέταλλον ὑπὸ τοῦ μαγνήτου. Ἐθεράπευσεν πολλοὺς λαϊκοὺς καὶ μοναχάς, ἀνακούφιζε, ἐπαρηγόρει, ἐστήριζε. Παρὰ τὰς δυσκολίας τῆς περιόδου μετὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον ἀπηγόρευσεν αὐστηρῶς εἰς τὰς μοναχὰς νὰ ἀποθηκεύουν ὁτιδήποτε βρώσιμον, ἀλλὰ τὰς προέτρεπε νὰ μοιράζουν τὸ περίσσευμα εἰς τοὺς πτωχούς, ἐναποθέτοντας τὴν μέριμνα τῆς συντηρήσεως τῆς Μονῆς εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν. Ἀλλ’ ὁ μισόκαλος διάβολος λυσσομανοῦσε καὶ ἐμηχανεύετο τὴν ἀποθάρρυνσιν καὶ καταστροφήν του. Ἐπάσχιζε νὰ ματαιώσῃ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου, τὸ ὁποῖο ἔβλεπε νὰ συντελῆται καὶ νὰ καρποφορῇ. Δὲν τοῦ ἐδίδετο ὑπὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν ἡ νόμιμος ἀναγνώρισις τῆς Μονῆς παρὰ τὰς παρακλήσεις του. Δὲν ἠξιώθη μέχρι τὸν θάνατόν του νὰ ἴδῃ τὸ Μοναστήριον νὰ ἀναγνωρίζηται νομικῶς, γεγονὸς ποὺ τοῦ προεκάλει ἀφόρητον λύπην καὶ ἀπέραντον πικρίαν. Αὐτὸ ἐπραγματοποιήθη μετὰ τὴν κοίμησίν του. Εἰς μίαν ἐπίσκεψιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη εἰς τὸν Γέροντα ἐπαρευρίσκετο καὶ ὁ τριαντατριάχρονος τότε ἀρχιδιάκονός του Ἀθηναγόρας Σπύρου, ὁ μετέπειτα μέγας Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἐντυπωσιάσθη ἀπὸ τὴν ἡγιασμένην μορφήν του.
Ζῶντας ὡς ἐν σαρκὶ ἄγγελος καὶ αὐγάζοντας γύρω του τὰς ἀκτίνας τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Χάριτος, ὁ μακάριος ὑπέστη νέα σφοδρὰ ἐπίθεσιν τοῦ πονηροῦ, νέα συκοφαντία. Μία γυναίκα, τὴν ὁποίαν ἀπεκάλουν «κεροῦ», ἐπώλει, πέριξ τῆς Μονῆς, κερία εἰς τοὺς προσκυνητὰς διὰ νὰ ζήσῃ. Εἶχε μία θυγατέρα τὴν Μαρία (μετέπειτα μοναχὴ Ξένη), ἡ ὁποία ἐπεθύμει νὰ λάβῃ τὸ μοναχικὸ σχῆμα παρὰ τὰς ἀντιρρήσεις τῆς μητρός της. Ἡ μητέρα της ἀντετάχθη μὲ σφοδρότητα εἰς τὴν ἀπόφασίν της αὐτὴν καὶ προσεπάθη δι’οἱουδήποτε τρόπου νὰ τὴν μεταπείσῃ, ἀλλὰ ματαίως. Τότε συνέλαβε ἕνα σατανικὸ σχέδιο, νὰ συκοφαντήσῃ δηλαδὴ τὸν πνευματικό της πατέρα Νεκτάριον ὅτι ἀπεπλάνησε τὴν κόρη της καὶ μάλιστα ὅτι ἐξ αὐτῆς τῆς ἀνόμου σχέσεως ἐγεννήθησαν παιδία, τὰ ὁποῖα ἔρριπτε εἰς τὸ πηγάδι! Μάλιστα, ὁ ἐβδομηκονταδυάχρονος ἀποστεωμένος καὶ ταλαιπωρημένος Ἅγιος ὑπέστη τὴν πρωτοφανῆ βαναυσότητα καὶ τὰς ἀδίκους κατηγορίας, ὕβρεις καὶ προσβολὰς ἑνὸς δικαστικοῦ ἀνακριτοῦ. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μὲ ὑπομονή, πραότητα καὶ ἡρεμία τὸν ἀντιμετώπισε, ἐνῷ προσηύχετο μυστικῶς παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήσῃ τοὺς συκοφάντας του. Ἡ δικαίωσις δὲν ἄργησε νὰ ἔλθῃ, οἱ λάσπες τῶν συκοφαντιῶν πίπτουν εἰς τὰ πρόσωπα ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὰς ἐκτοξεύουν. Κατόπιν ἱατρικῆς γυναικολογικῆς ἐξετάσεως διεπιστώθη ἡ ἄφθορος παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ ὁποία, ἐν συνεχείᾳ, ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν τριβώνιον. Ὁ Ἅγιος ἀπηλλάγη πανηγυρικῶς τῶν κατηγοριῶν, ἐνῷ ἡ συκοφάντης «κεροῦ» κατεδικάσθη καὶ ἐξορίσθη· μετανοήσασα δὲ μετέπειτα ἐγένετο μοναχή. Ὁ δὲ δικαστικὸς ἀσθενήσας βαρύτατα ἀπὸ γάγγραινα, μετ’ὀλίγον ἀπέθανεν.
Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην ὁ Ἅγιος Νεκτάριος παρὰ τὰς δοκιμασίας καὶ θλίψεις ὑπῆρξε πολυγραφώτατος· συνέγραψε δέκα εἰς τὸν ἀριθμὸν δημοσιευθεῖσας μελέτας θεολογικοῦ περιεχομένου καὶ ἄλλας τόσας ἀδημοσιεύτους. Ἐπιλεκτικῶς ἀναφέρομεν τὰς κάτωθι: «Τριαδικόν», 1908· «Μελέτη ἱστορικὴ περὶ τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος…», εἰς δύο τόμους, 1911-12· «Μελέτη περὶ τῶν Θείων Μυστηρίων», 1915· «Χριστιανικὴ Ἠθικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», 1920· «Περὶ Ἐκκλησίας», 1920.
Ἡ ὁσιακή του κοίμησις (1920)
Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου ἔμελλε νὰ εἶναι ἐπώδυνο. Ἔπασχε ἀπὸ χρόνια προστατίτιδα, ἡ ὁποία τελικῶς μετεξελίχθη εἰς νεοπλασίαν. Εὐχαριστώντας τὸν Θεὸν διὰ τὴν δοκιμασία του αὐτὴ ἐπροσπάθησε ἀρχικῶς νὰ ἀποκρύψῃ τὴν ἀσθένειάν του. Ἀφοῦ ἐπροσκύνησε διὰ τελευταίαν φορὰν τὴν, εὑρισκομένην ὄχι μακρὰν τῆς Μονῆς, θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀνήγγειλεν εἰς τὰς μοναχὰς τὴν ἐπικειμένην ἐκδημίαν του καὶ μετεφέρθη εἰς τὸ Ἀρεταίειον νοσοκομεῖον Ἀθηνῶν, νοσηλευόμενος εἰς τὸν 2ον θάλαμον τοῦ 2ου ὀρόφου. Τὴν Κυριακὴν 8 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1920 πρὸς τὸ μεσονύκτιον παρέδωκε, εἰς ἠλικίαν 74 ἐτῶν, πλήρης οὺρανίου γαλήνης τὴν μακαρίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.
Οἱ πιστοὶ τῆς Αἰγίνης, οἱ μοναχὲς καὶ ἅπαντες οἱ Χριστιανοί, οἱ ἔχοντες τὴν εὐλογίαν νὰ τὸν γνωρίσουν, ἔκλαψαν διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ πράου καὶ εὐσπλαχνικοῦ μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καθ’ ὅλην τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ζωήν του ὑπέστη διαβολές, διώξεις καὶ ἀδίκους κατηγορίας. Ὁ θάλαμος εἰς τὸν ὁποῖον ἐκοιμήθη, μετετράπη εἰς μικρὸν ναὸν κοσμούμενον μὲ φορητὰς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου καὶ τάματα πιστῶν. Τὸ λείψανόν του μετεφέρθη διὰ προσκύνησιν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Τριάδος Πειραιῶς καὶ κατόπιν εἰς τὴν Αἴγιναν, ὅπου καὶ ἐνεταφιάσθη.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος προστάτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βελγίου
Ἡ ἁγιότης του δὲν ἄργησε νὰ φανῇ. Τὸ τίμιον σκήνωμά του παρέμεινε σῶον καὶ ἄφθορον διὰ μίαν τριαντακονταετίαν ἐκχέον τὴν ἄρρητον εὐωδίαν τῆς ἁγιότητος, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναδύοντας οὐράνιον καὶ λεπτὴν εὐωδίαν, παρὰ τὰς τρεῖς ἐκταφάς του. Τὴν 2αν Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1953, ὅταν διελύθη, ἔλαβε χώραν ἡ ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Ὕδρας Προκοπίου, παρισταμένων καὶ πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ἀνακομιδὴ τῶν χαριτοβρύτων καὶ εὐωδιαζόντων λειψάνων. Ἡ διάλυσις ἐγένετο, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, μετὰ ἀπὸ παράκλησιν τοῦ Ἁγίου διὰ νὰ δοθοῦν τεμάχια πρὸς ὅλον τὸν κόσμον, ἐπειδὴ καὶ ἐν ζωῇ ἡ στοργική του ἀγκάλη ἦτο τόσο μεγάλη, ὥστε ἐχώρει ἅπαντας. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Βελγίου καὶ Ἐξαρχία Κάτω Χωρῶν καὶ Λουξεμβούργου ἔλαβε μεγάλην εὐλογίαν, ὅταν ἐδέχθη, ὡς θεόσταλτον δωρεάν, ἀπότμημα τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου, τὸ ὁποῖον κατετέθη εἰς τὸν Ἱερὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν τῶν Βρυξελλῶν. Δὲν ἔπαυσε ἔκτοτε νὰ χαροποιῇ τοὺς πιστούς, δίδοντάς τους τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι ὁ Ἅγ. Νεκτάριος εὐρῆκε τὴν θέσιν του πλησίον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰς μονὰς τῶν Ἁγίων. Ἐπίσης, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀγάπης τὴν ὁποίαν τρέφουν πρὸς τὸν Ἅγιον Νεκτάριον οἱ πιστοί, οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Βελγίου, τιμῶνται ἐπ’ὀνόματί του οἱ ἐνοριακοὶ ἱεροὶ Ναοὶ τῶν πόλεων Μὸνς (Mons) καὶ Μπέρινγκεν (Beringen) Βελγίου καὶ Ἔϊντόβεν (Eindhoven) Ὁλλανδίας.
Τὴν 20ην Ἀπριλίου 1961 ἐπραγματοποιήθη ἡ ἐπίσημος Ἁγιοκατάταξὶς του ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ μεγάλου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐγνώρισε καὶ ἐτίμα· ὁρίσθη δὲ ἡ μνήμη του νὰ ἑορτάζηται τὴν 9ην Νοεμβρίου.
Ἡ «μετὰ πότμον» πορεία του εἰς τὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα τοῦ Ἀπείρου Θεοῦ
Ὁ ἡγιασμένος Ἱεράρχης, τὸ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ θεώμενος ἐξ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἐπιγείου ζωῆς, ὑπέμεινε μὲ καρτερία, ὡς σμίλευσιν τῆς ψυχῆς του, τὰς βασάνους τῆς ζωῆς, ὥστε νὰ καθαρθῇ καὶ νὰ καταστῇ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ὁ Θεὸς τὸν κατέστησε πρότυπο ὑπομονῆς καὶ ἀνεξικακίας, ὥστε διὰ τοῦ ζῶντος παραδείγματός του νὰ δείχνῃ πρὸς ἐμᾶς τοὺς πιστούς ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς ἀνταποδόσεως ὑπάρχει καὶ ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης. Εἰς μίαν ἐποχὴν καθ’ ἥν ὑμεῖς οἱ χριστιανοὶ κινδυνεύουμε νὰ ἀπωλέσωμεν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν προσανατολισμόν μας καὶ αὐτὴν τὴν πίστιν μας, ἐπειδὴ δὲν τὴν βιώνουμε, ἔρχεται ὡς «ὑετὸς ἐπὶ πόκον» μὲ τὴν ἀθόρυβον παρουσίαν τῆς ταπεινώσεως, νὰ ἐπανευαγγελισθῇ μὲ τὴν πράξιν τῶν ἐμπειριῶν του καὶ μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλλαμψιν τῶν θεωριῶν του, τὰ μεγαλεῖα τῆς Πίστεώς μας. Κι αὐτὸ ὅσον ἦτο «ἐν σαρκὶ». Ὅμως «μετὰ πότμον», μετὰ τὸ σιωπηλὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν γῆ, θορυβεῖ ἐντόνως καὶ ὑψώνεται ἀπὸ τὸν Κύριον, κατὰ τὴν ὑπόσχεσίν Του «ὁ ταπεινὼν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», εἰς τὴν θέαν ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὰ θαύματά του.
Ἄς ἔχουμε τὴν εὐχήν του καὶ τὰς ἀενάους πρεσβεῖας του εἰς τὸν θρόνον τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ.